επίκαυμα

επίκαυμα
τό
1) подпалина; лёгкий ожог; 2) тех пережог (металла)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "επίκαυμα" в других словарях:

  • ἐπίκαυμα — blister caused by a burn neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίκαυμα — το (Α ἐπίκαυμα) [επικαίω] επιφανειακό κάψιμο, φλύκταινα ή επιφανειακή πληγή από κάψιμο νεοελλ. (μεταλργ.) η καταστροφή τών ιδιοτήτων ενός μετάλλου με τη χρησιμοποίηση υψηλής θερμοκρασίας αρχ. πληγή πάνω στον κερατοειδή τού ματιού …   Dictionary of Greek

  • ἐπικαύματα — ἐπίκαυμα blister caused by a burn neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαύματος — ἐπίκαυμα blister caused by a burn neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίκαυση — η (Α ἐπίκαυσις) [επικαίω] το επιφανειακό κάψιμο, η επιπόλαιη καύση τής επιφάνειας ενός πράγματος, καψάλισμα, τσουρούφλισμα νεοελλ. 1. ναυτ. το επιπόλαιο κάψιμο τής γάστρας τού πλοίου, δηλ. τών ξύλινων μερών που βρίσκονται κάτω από την ίσαλη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»